- μιάσματα
- μίασμαstainneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιάσματ' — μιάσματα , μίασμα stain neut nom/voc/acc pl μιάσματι , μίασμα stain neut dat sg μιάσματε , μίασμα stain neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LATINA Lingua — quadruplex Eruditis, Prisca, qua vetustissimi Italiae populi, sub Iano et Saturno sunt usi, incondita, ut se habent carmina Saliorum; Latina, quam sub Latino et Regibus Tusciae ceteri in Latio Locuti sunt, ex qua XII. Tabb. Romana, quae post… … Hofmann J. Lexicon universale
κηρύκαινα — κηρύκαινα, ἡ (Α) 1. θηλ. τού κήρυξ* («λαβοῡσα κηρύκαινον εὔφωνόν τίνα». Αριστοφ.) 2. στον πληθ. αἱ κηρύκαιναι (στην Αλεξάνδρεια, κατά το λεξ. Σούδα) «γυναῑκες αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῡσα καὶ τὰς συνοικίας, ἐφ ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ… … Dictionary of Greek
μιασματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μίασμα ή που προέρχεται από μίασμα, μολυντικός, μολυσματικός, μεταδοτικός («μιασματικός πυρετός») 2. αυτός που περιέχει ή αποβάλλει μιάσματα, ρύπους, ακαθαρσίες («μιασματικό έλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίασμα.… … Dictionary of Greek
ομογενής — ές (ΑΜ ὁμογενής, ές) 1. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, την ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια, αυτός που έχει κοινή καταγωγή με άλλον, ομοεθνής 2. αυτός που έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλον νεοελλ. 1. ομοιογενής, ομοιόμορφος 2.… … Dictionary of Greek
περίσταση — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 26 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Κατερίνη της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ.). * * * η / περίστασις, εως, ΝΜΑ [περιίστημι] 1.… … Dictionary of Greek
συγκαταπίμπλημι — Α γεμίζω και εγώ ταυτοχρόνως με μιάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταπίμπλημι «γεμίζω κάτι εντελώς»] … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek